- ἔγχαλκος
- ἔγχαλκ-ος, ον,A in or with brass: moneyed, rich, AP11.425.II for sale, Ath. 13.584e.III with a flavour of copper, Dsc.5.103.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έγχαλκος — ἔγχαλκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο πλούσιος 2. αυτός που αγοράζεται με χρήματα … Dictionary of Greek
ἔγχαλκος — in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγχαλκον — ἔγχαλκος in masc/fem acc sg ἔγχαλκος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγχαλκα — ἔγχαλκος in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek